- φαινότυπος
- οοι εμφανείς εξωτερικές ιδιότητες ενός ατόμου, που δεν είναι υποχρεωτικά κληρονομικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαινότυπος — ο, Ν 1. βιολ. όλα τα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού, όπως είναι το σχήμα του, το μέγεθός του, ο χρωματισμός του και η συμπεριφορά του, αλλά και, γενικότερα, όλα τα μετρήσιμα φυσικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά του τα οποία προκύπτουν … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… … Dictionary of Greek
φαινοαντίγραφο — το, Ν βιολ. μη κληρονομική φαινοτυπική μεταβολή, που οφείλεται σε ιδιαίτερες συνθήκες τού περιβάλλοντος, οι οποίες διεγείρουν μια γενετικώς καθορισμένη μεταβολή, και η οποία μιμείται έναν παρόμοιο φαινότυπο που οφείλεται σε μια γενική μετάλλαξη.… … Dictionary of Greek
φαινογενετική — η, Ν βιολ. κλάδος τής γενετικής ο οποίος μελετά τις επιδράσεις τών διαφόρων παραγόντων τού περιβάλλοντος στην ορατή έκφραση τών γενετικών χαρακτηριστικών τών έμβιων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenogenetics < pheno (<… … Dictionary of Greek
φαινοτυπικός — ή, ό, Ν [φαινότυπος] 1. ο σχετικός με τον φαινότυπο 2. φρ. α) «φαινοτυπική ταξινόμηση» βιολ. άλλη ονομασία για την φαινετική ταξινόμηση β) «φαινοτυπική έκφραση» βιολ. το φαινόμενο τής εκδήλωσης ενός συγκεκριμένου γονιδίου γ) «φαινοτυπικό εύρος»… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek